γραπατσαλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραπατσαλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γραπατσαλιˬάζω ἀμάρτ. γραπατσαλιˬάζομαι Πελοπν. (Πιάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ συμφύρσ. τῶν ρ. γραπάρω καὶ τσαλιˬάζω.

Σημασιολογία

Στερεοῦμαι, ἰδίᾳ διὰ τῶν δακτύλων, ἐπί τινος ἀντικειμένου: Ἐγὼ γραπατσαλιˬάστηκα ἀπὸ τὰ κλαριˬὰ τοῦ δένδρου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/