γράπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γράπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γράπος ὁ, Πελοπν. (Βερεστ.) γράπους Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. grαppo = ἁρπάγη.

Σημασιολογία

1) Τὸ βίαιον ἅρπαγμα διὰ τῶν χειρῶν Ἤπ. (Ζαγόρ.) 2) Βράχος σχηματίζων σχισμὰς Πελοπν. (Βερεστ.): Τὸ βρῆκα dὸ τραΐ γραπωμένο μέσα σὲ κἄτι γράπους ιˬαπάνου ἕτοιμα νὰ ψοφήσῃ. Μωρέ, μέσ᾽ ᾽ς τὸ γράπο μὲ ἤφερες νὰ μὲ περάσῃς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/