γλαριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλαριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γλαριˬὰ ἡ, Νίσυρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλάρος.

Σημασιολογία

Ταραχή, θόρυβος, ὡς ἐκ τῶν κρωγμῶν τῶν γλάρων προκαλούμενος: Μάννα μου, γλαριὰ π’ ἀκούεται ᾿κεῖ κάτω! Συνών. ξεφωνητό, σκούξιμο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/