γραπουνίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραπουνίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γραπουνίζω Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ. Σκοπ.)
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη ἐκ τοῦ χαρακτηριστικοῦ θορύβου γράπ - γράπ.
Σημασιολογία
Τρὡγω σκληρὰν τροφήν, ροκανίζω τι ἔνθ᾽ ᾽αν.: Τὸ γραπού᾽σες κιˬόλας τὸ παξιμάδι σου; Σαρεκκλ. Τί γραπουνίζεις πάλι; Γεν. Γιˬὰ νὰ μὴν ᾽ποκοιμ᾽θῇ, γραπού᾽σ᾽ καὶ ᾽πὲ κανένα φουντουκόπ᾽λο (᾽πὲ = ἀπὸ) αὐτόθ. Ὁ ποτ᾽κὸς γραπουνίζ᾽ Σκοπ. Συνών. γριτσανίζω, κριτσανίζω, ροκανίζω, τραγανίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA