γλαριˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλαριˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλαριˬάζω Ζάκ. Πελοπν. (Ἀράχ. Ἀρκαδ. Ἄρν. Βαλτεσιν. Βαλτέτσ. Βαμβακ. Γαργαλ. Δημητσ. Δίβρ. Ζελίν. Καλάβρυτ. Καλάμ. Κάμπος Λακων. Μεγαλοπ. Μεσσ. Ξεχώρ. Οἰν. Οἰχαλ. Πιάν. Τεγ.) –Πασαγιάνν., Ἀντίλ., 49 Π. Χάρ. εἰς Ν. Ἑστ. 15 (1934), 28 –Λεξ. Δημητρ. γλαριˬάζου Πελοπν. (Κίτ. Λάγ.) γλαιˬριˬάζου Πελοπν (Κίτ. Μάν.) γλαρτζάντζω Ἀστυπ. σγλαριˬάζου Πελοπν. (Κίτ. Λάγ. Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλάρα. Διὰ τὸ προθετ. σ βλ. Χ. Παντελίδ. εἰς Byz. Neugr. Jahrb. 6 (1927-1928), 401 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Καταλαμβάνομαι ὑπὸ ὑπνηλίας, αἰσθάνομαι τὴν ἀναγκην ὕπνου Ζάκ. Πελοπν. (Ἀράχ. Ἀρκαδ. Δημητσ. Δίβρ. Κάμπος Λακων. Καλάβρυτ. Κίτ. Κλουτσινοχ. Λάγ. Μεγαλόπ. Μεσσην. Ξεχώρ. Οἰν. Πιάν.) –Λεξ. Δημητρ.: Ἐγλάριˬασα κιˬ ἀποκοιμήθηκα Δημητσ. Ἄιdε νὰ πλαϊάσῃς, γιˬατ’ ἐγλάριˬασες Δίβρ. Ἐγλάριˬασα ἀπὸ τὴ bολλὴ ἀυπνία Κάμπος Λακων. Φύγε ἀπὸ ’πά, γιˬατὶ σγλαριˬάζου. Κίτ. Λάγ. Γλαριˬάζω, πάω νὰ τσοιμηθῶ Κάμπος Λακων. 2) Ἀποκοιμῶμαι ἐλαφρῶς Ἀστυπ. Πελοπν. (Βαλτεσιν. Βαλτέτσ. Βαμβακ. Γαργαλ. Καλάμ Κίτ. Μάν. Μεσσην. Ξεχώρ. Οἰν. Οἰχαλ. Τεγ. κ.ἀ) –Π. Χάρ εἰς Ν. Ἑστ. 15 (1934), 28: Ἐγλάριˬασε ἀπάνου ’ς τὸ ραβδί του Βαλτέτσ. Ἔπεσα ἐπαδὰ κ᾽ ἐγλάιˬριˬασα λιγάι Κίτ. Μάν. Γλάριˬασε ἡ κοπελίτσα σου! Βάλ’ τη νὰ τσουμηθῇ! Ξεχώρ. Τὶς ἠγλάρτζαντζεν ὁ νύπνος Ἀστυπ. Ἐτεντώθη ἀπάνου σὲ κάτι ἀρκουδόβατα καὶ σάbως ἐγλάριˬασε Οιχαλ ‖ ᾌσμ. Ἔλα, γλάρα, γλάριˬασ’ το καὶ γλυκαποκοίμισέ το (βαυκάλ) Μεσσην. 3) Ἠρεμῶ, ἡσυχάζω Σ. Πασαγιάνν., ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Γλαριˬάσαν τ’ ἄσειστα νερὰ κιˬ ἀσάλευτα ἡσυχάζουν. 4) Ἐπὶ καιρικῆς καταστάσεως θερμῆς καὶ ὑγρᾶς Πελοπν. (Πιάν.): Γλάριˬασε ὁ καιρὸς καὶ θὰ λειˬώσῃ τὸ χιˬόνι. Συνών. φρ. Πῆρε γλάρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/