ἀστρωσιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστρωσιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀστρωσιˬὰ ἡ, σύνηθ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀστρωσία.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἔλλειψις στρώματος, κλίνης, τὸ νὰ κοιμᾶταί τις ἄνευ στρώματος σύνηθ. 2) Ἡ ἔλλειψις τάξεως ἐπὶ ἐπίπλων, οἰκίας κττ. ᾿Αθῆν.: ’Αστρωσιˬὰ ποῦ τὴν ἔχει τὸ σπίτι της! Συνών. ἀσυγυρισιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/