γλαροκοίμισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλαροκοίμισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλαροκοίμισμα τό, Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλαροκοιμᾶμαι.
Σημασιολογία
Ὁ ἐλαφρὸς καὶ μικρᾶς διαρκείας ὕπνος ἔνθ’ ἀν.: Πάει σαπάνου (ἐνν. εἰς τὸ βουνὸ) τὸ παλιˬοκόρ’τσο μοναχό του καὶ πιˬάνει τὰ γλαροκοιμίσματα (παλιˬοκόρ’τσο = μικρὰ κορασίς, πιˬάνει τὰ γλαροκοιμίσματα = κοιμᾶται ἐλαφρῶς) Πελοπν. (Βερεστ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA