ἄστρωτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄστρωτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄστρωτα ἐπίρρ. σύνηθ. ἄστρουτα βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄστρωτος.

Σημασιολογία

Χωρὶς νὰ στρώσῃ τις τὴν κλίνην, τὴν τράπεζαν κττ. ἔνθ’ ἀν. : Ἔχω ἀκόμα ᾿ς τὸ σπίτι ἄστρωτα. Βιˬάζομαι νὰ γυρίσω σπίτι, γιˬατὶ ἔχω ἄστρωτα σύνηθ. || ᾎσμ. Πότι κοιμοῦμι ἄστρουτα κὶ πότι δὲν κοιμοῦμι Μακεδ. (Πάγγ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/