γλαρομάτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλαρομάτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλαρομάτης (Ι) ἐπίθ. Θήρ. –Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γλάρος καὶ μάτι.

Σημασιολογία

1) Ὁ βλέπων ὀξέως ὡς ὁ γλάρος, ὁ ἔχων ὀξύ, διαπεραστικὸν βλέμμα Θήρ. 2) Ὁ ἔχων λαμπροὺς καὶ ζωηροὺς ὀφθαλμοὺς Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/