ἄστρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄστρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄστρωτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἄστρουτους βόρ. ἰδιώμ. ἄστρουτε Τσακων.
Χρονολόγηση
Αρχαία
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄστρωτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ στρωμένος, ὁ μὴ ἡπλωμένος, ἐπὶ τάπητος, στρωμνῆς κττ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.): Χαλὶ-στρῶμα ἄστρωτο. Κουβέρτες ἄστρωτες κοιν. Συνών. ἀνάπλωτος 2. β) Ὁ μὴ σχηματίσας στρῶμα ἐπὶ τῆς γῆς, ἐπὶ χιόνος σύνηθ. : Ἄστρωτο τό ’χει ἀκόμα ’ς τὸν κάμπο, μὰ ᾿ς τὰ βουνὰ τό ’στρωσε (ἐνν. ὁ καιρὸς τὸ χιόνι). γ) Ὁ κατὰ τὴν ἐπίστρωσίν του μὴ ἐξομαλυνθεὶς σύνηθ. :Ἄστρωτος σουβᾶς. Ἄστρωτη μπογιˬά. Ἄστρωτο χαλίκι. 2) Ὁ μὴ εὐτρεπισθεὶς δι’ ἐπιστρώσεως μὲ τάπητας, καλύμματα κττ., ἀσυγύριστος κοιν. : Δωμάτιο - ντιβάνι - σπίτι ἄστρωτο. β) Ὁ μὴ ἑτοιμασθεὶς δι᾿ ἐπιθέσεως τῶν σκευῶν, ἐπὶ τραπέζης σύνηθ. : Τὸ τραπέζι εἶναι ἀκόμα ἄστρωτο σύνηθ. || Παροιμ. Κάλεσμα πολὺ καὶ τραπέζι ἄστρωτο (ἐπὶ ἀπρονοήτων) Λεξ. Δημητρ. 3) Ὁ μὴ ἐπιστρωθεὶς διὰ ξυλίνου ἢ λιθίνου δαπέδου, ἐπὶ οἰκίας, αὐλῆς, ὁδοῦ σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) Τσακων. : Ἄστρωτο ὑπόγειο. Ἄστρωτος δρόμος σύνηθ. Ἡ αὐλὴ ἄστρωτον ἔν' Τραπ. Ἁ τζέα ἔνι ἄστρουτε (ἡ οἰκία εἰναι ἄστρωτη) Τσακων. 4) Ὁ μὴ σεσαγμένος, ἀσαμάρωτος, ἐπὶ ὑποζυγίου σύνηθ. καὶ Τσακων.: Ἄλογο-γαιˬδούρι-μουλάρι ἄστρωτο σύνηθ. Ἄστρουτε μουάρι Τσακων. Συνών. ξέστρωτος. 5) Ἄτακτος, ζωηρὸς πολλαχ.: Ἄστρωτο παιδί. 6) Ἐκεῖνος ὅστις δὲν ἔστρωσε εἰς τὸ ἔργον του, δὲν ἐξοικειώθη ἀκόμη πρὸς αὐτὸ ἐπαρκῶς, ἀδέξιος σύνηθ.: Ἄστρωτος ἐργάτης. ᾿Αντίθ. στρωμένος (ἰδ. στρώνω). 7) Ὁ μὴ λειτουργῶν εἰσέτι κανονικῶς ἐπὶ ἐργασίας, ἐπιχειρήσεως, μηχανήματος κττ. πολλαχ. : Ἄστρωτη δουλε͜ιά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA