ἀστύλωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστύλωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστύλωτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Χρονολόγηση
Μεταγενέστερη
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀστύλωτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ στηριχθεὶς διὰ στύλου ἤ στύλων ἔνθ’ ἀν. : Ἀστύλωτη κληματαρεˬὰ-σκηνὴ-στέγη σύνηθ. Τὸ στέβος ἀστύλωτον ἐπέμ’νεν Τραπ. Συνών. ἀστήριχτος 1. 2) Μεταφ. ὁ μὴ τονωθεὶς διὰ φαγητοῦ ἢ ποτοῦ σύνηθ.: Εἶμαι ἀστύλωτος καὶ δὲ μπορῶ νὰ δουλέψω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA