γράσο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γράσο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γράσο τό, κοιν. γράσον Κύπρ. γράσου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. grasso.
Σημασιολογία
Ὀρυκτέλαιον πρὸς λίπανσιν μηχανῶν κοιν.: Νὰ βάλῃς λίγο γράσο ᾽ς τὴ μηχανὴ Ἀθῆν. Δὲν ἔχου λίγου γράσου νὰ τ᾽ βάλου Ἤπ. (Κουκούλ.) Συνών. λάδι, μηχανόλαδο. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γράσος Ἀθῆν. Ζάκ. Κρήτ. (Χαν.) Μακεδ. (Καβάλλ.) Πελοπν. (Λεχαιν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA