ἄστυφτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄστυφτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄστυφτος ἐπίθ. σύνηθ. ἄστυφτους Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) ἄστυφτε Τσακων. ἄστυφος Κέρκ. Χίος -Λεξ. Περίδ. Βλαστ. Δημητρ. ἄστυβος πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *στυφτὸς<στύβω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἀποστραγγισθεὶς διὰ συμπιέσεως ἔνθ’ ἀν.: Λεμόνι ἄστυφτο ἢ ἄστυβο. Ἄστυφτο σφουγγάρι. Ἄστυφτα σταφύλιˬα. Ἄστυφτα τσίπουρα. Ροῦχα ἄστυφτα σύνηθ. Συνών. *ἀμούκριˬωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA