βεργολυγίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βεργολυγίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βεργολυγίζω Χίος κ.ἀ. βερκολυΐζω Κύπρ. βεργολυγῶ Αἴγιν. -Λεξ. Βλαστ. βεργολυῶ Νίσυρ. βεργολυγάω Κεφαλλ. Πελοπν. (Γορτυν. Οἰν.) βεργουλυγάω Παξ. βιργουλυγάου Ἤπ. (Τζουμέρκ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Μέσ. βεργολυγίζομαι ᾿Αθῆν. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βέργα καὶ τοῦ ρ. λυγίζω.

Σημασιολογία

Λυγίζομαι, κάμπτομαι ὡς βέργα ἔνθ’ ἀν.: ’Εβεργολυγίστηκε μπροστά του (ὑπεκλίθη ταπεινῶς) ᾽Αθῆν. Βεργολυγε͜ιέται ἡ δεῖνα (κάμνει ἀκκισμούς, βαδίζει φιλαρέσκως) Κεφαλλ. || ᾎσμ. Βεργολυγάει ὁ κάλαμος, φιλεῖ τό κυπαρίσσι Ἤπ. Κεφαλλ. Ἔχει μιˬὰ μηλεˬά ᾿ς τὴ μέση | ποῦ βεργολυγάει νὰ πέσῃ Αἴγιν. κ.ἀ. Μετοχ.=εὔκαμπτος, ραδινὸς ’Αθῆν. Κύπρ.: Ἡ δεῖνα ἔν᾿ ὄμορφη καὶ βερκολυϊσμένη Κύπρ. || ᾎσμ. Μὴν ἦρθε δῶ ἡ ἀγάπη μου τὸ βεργολυγισμένο; 'Αθῆν. Συνών. βεργοκαλαμίζομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/