ἀσυγκάθιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυγκάθιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσυγκάθιστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀσυgάθιστος Νάξ. (᾿Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. συγκαθιστός.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ συσταλεὶς διὰ ξηράνσεως, ἐπὶ νεοδμήτου τοίχου: ᾿Ασυgάθιστος εἶν᾿ ἀκόμα ὁ τοῖχος, μὰ θὰ συgάτσῃ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA