γρατσερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρατσερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γρατσερὸς ἐπίθ. ἐνιαχ. γρατζερὸς Ἀντίπαξ. Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς λ. γράτς.

Σημασιολογία

1) ᾽Επὶ λίθου, ὁ ἔχων ἐπιφάνειαν καλυπτομένην ὑπὸ μικρῶν αἰχμηρῶν προεξοχῶν ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γαντζερός. 2) Ὁ ὀξὺς ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔχει νύχιˬα γρατζερὰ ἡ γάττα μου, ποὺ θὰ σὲ κάμῃ bουκούνιˬα Παξ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/