γλαροματιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλαροματιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλαροματιˬάζω (ΙΙ) Θήρ. γλαρομαθιˬάζω Θηρ. γλαρομαθιˬασμένος Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλαρομάτης (ΙΙ).

Σημασιολογία

Ἐκ νόσου ἤ ἄλλης τινὸς αἰτίας ἔχω τοὺς ὀφθαλμοὺς καμμύοντας ἢ ἐξοιδημένους: Ἠγλαρομάτιˬασε τὸ παιδί. Γλαρομαθιˬασμένο τὸ θωρῶ καὶ θά ’ναι ἄρρωστο τὸ παιδί μου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/