γρατσούνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρατσούνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γρατσούνα ἡ, Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ γρατσουνῶ. Πβ. καὶ τσουγκράνα.
Σημασιολογία
Πλατὺ σιδηροῦν ἄγκιστρον χρησιμεῦον πρὸς ἀνάρτησιν ἀντικειμένων ἢ σύλληψιν αὐτῶν Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἁρπάγη, γάντζος, γαντζωτήρι. β) Ξύλον, συνήθως ἀκατέργαστον, ἔχον κεκαμμένον τὸ ἕν ἄκρον, χρησιμοποιούμενον καὶ ὡς βακτηρία Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.): ᾽Εβάστα μιˬὰ γρατσούνα κ᾽ ἐκυνήγα τὰ κοπέλιˬα ὁ κουζουλός• εἶdα τοῦ φταίγανε; Κίσ. Μὲ τὴ γρατσούνα μπορεῖς νὰ φτάξῃς τ᾽ ἀπίδιˬα ποὺ ᾽ναι ξέκορφα αὐτόθ. Συνών. μαγκούρα, στραβομαγκούρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA