γρατσουνιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρατσουνιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γρατσουνιˬὰ ἡ, κοιν. γρατσουν-νιˬὰ Κῶς (Καρδάμ.) γρατζουνιˬὰ Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) Παξ. κ.ἀ. γραντζουνιˬὰ Πελοπν. (Τρίκ.) γρατσ᾽νιˬὰ Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. Ζαγόρ. (Κουκούλ.) γρατζ᾽νιˬὰ Στερελλ. (Ἀχυρ.) γραdζινιˬὰ Πελοπν. (Φιγάλ.) γρατουνιˬὰ Ἤπ. (Ραδοβύζ.) γαρτσουνιˬὰ Εὔβ. (Κουρ.) καρτσουνιˬὰ Εὔβ. (Κουρ.) γκαρτσανιˬὰ Θρᾴκ. (Ἀμόρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ γρατσουνῶ. Πβ. καὶ τσαγγρουνιˬά, τσαγγρανιˬά.
Σημασιολογία
Ἐπιπολαία ἐκδορά, ἀμυχὴ τοῦ δέρματος, προκαλουμένη κυρίως διὰ τῶν ὀνύχων, ἀκανθῶν ἢ αἰχμηροῦ τινος ἀντικειμένου κοιν.: Ἔφαγα μιˬὰ γραντζουνιˬὰ ἀπ᾽ τὴ γάττα μας σήμερα Πελοπν. (Τρίκκ.) Πο͜ιὸς γάττος σ᾽ ἔγδαρε κ᾽ εἶσαι γιˬομᾶτος γρατσουνιˬές; Ἰθάκ. Καθὼς πέρασα ἀποὺ τ᾽ς βατσ᾽νιˬές, μὄκαναν κατ᾽ γρατσ᾽νιˬὲς ᾽ς τὰ πουδάρια μ᾽ Ἤπ. (Κουκούλ.) Εἶνdα γρατσουν-νιˬὰ εἶναιν εὐτὴ πού ᾽εις ᾽ς τὸ κούτελ-λο; Κῶς (Καρδάμ.) Συνών. γρατσούνωμα, γρατσουνωσιˬά. β) Χάραξις ἐπιφανείας τινὸς Χίος: ᾽Εὼ τὸ φτυˬάριμ μου τό ᾽χω σταμbαριζμένου, τοῦ ᾽χω τρεῖς γρατσουνιˬές.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA