γρατσουνῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρατσουνῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γρατσουνῶ κοιν. γρατσουνάω πολλαχ. καὶ Πόντ. γρατσουνάου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γρατσιˬουνάω Πελοπν. (Λακεδ. Τριφυλ.) γρατσ᾽νάω Ἤπ. (Κουκούλ. κ.ἀ.) γρατσ᾽νάου Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. Πλατανοῦσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀχυρ. Γραν.) γρατσανῶ Θεσσ. (Μελιβ.) γρατσανάω Ἤπ. (Ἐλληνικ. κ.ἄ.) γρατσιˬανῶ Θεσσ. (Μελιβ.) γρατσιˬανάου Θεσσ. (Μελιβ. Πήλ.) γρατζουνῶ σύνηθ. γρατζουνάω ᾽Αθῆν. Ζάκ. γρατζιˬουνάου Εὔβ. (Αἰδηψ.) γρατζονάω Ἤπ. γραντζουνάου Πελοπν. (Βαλτεσιν.) γραντζιˬουνάω Πελοπν. (Λακεδ.) γραdζουνῶ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γραdζουνοῦ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γραdζινάω Πελοπν. (Φιγάλ.) γραντζανῶ Ἤπ. (Δωδών.) γραντζανάω Ἤπ. (Ξηροβούν.) γρατσουνίζω πολλαχ. καὶ Πόντ. γρατσουνίζου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γρατσουνίζ-ζω Κῶς (Καρδάμ.) γρατσ᾽νίζου Ἤπ. (Πράμαντ.) κ.ἀ. γρατσανίζω Κεφαλλ. γρατσανίζου Θεσσ. (Κρυόβρ. Μελιβ. Νερόμυλ.) γρατσνίζου Θεσσ. (Πήλ.) γρατζουνίζω σύνηθ. γρατζουνιˬάζω Λεξ. Μπριγκ. γραντζουνιˬάζω Εὔβ. (Κύμ.) Ζάκ. γραdζουνίζω Πελοπν. (Κίτ. Μάν. Τρίκκ. Κορινθ.) γκρατσουνῶ Ἤπ. γκρατσ᾽νῶ Ἤπ. γκρατσ᾽νάου Ἤπ. (Κουκούλ.) γκρατζουνῶ Α. Πάλλης, Ταμπουρ. καὶ Κόπαν., 23 γκρατζουνάω Αἴγιν. γκρατζανῶ Μακεδ. (Λιτόχ.) γκρατσουνίζω Ἤπ. (Βίτσ. Ζαγόρ.) Πελοπν. (Μεσσην.) γκρατσ᾽νίζου Ἤπ. γκρατσανίζου Μακεδ. (Βέρ. Ἐράτυρ.) γκρατζανίζου Μακεδ. (Ἀηδονοχ. Κίτρ.) gρατζανίζου Θρᾴκ. (Καβακλ.) γρατζαρίζω Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) γαρτσανῶ Θρᾴκ. (Σουφλ.) γαρτσονῶ Καππ. γαρτσινῶ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. Μισθ.) γαρτζουνῶ Καππ. (Σινασσ.) Κύθηρ. γκαρτσανῶ Θρᾴκ. (Ἀμόρ.) Μακεδ. (Βόιον Δαμασκ. Καστορ.) gαρτσανάω Θρᾴκ. (Καρωτ.) γκαρτσανίζου Μακεδ. (Δαμασκ.) κρατσουνίζω Μακεδ. (Φλόρ. κ.ἀ.) καρτζουνῶ Καππ. καρτσινιˬάου Εὔβ. (Ἀνδρων.) καρτσουνίζου Εὔβ. (Κουρ.) καρτσουνιˬάζω Εὔβ. (Κύμ.) καρτζινιˬάζω Εὔβ. (Κύμ.) χατανάου Ἤπ. (Δωδών.) Μέσ. γρατσ᾽νιˬοῦμι Ἤπ. (Κουκούλ.) γρατ᾽νίζουμι Ἤπ. (Βίτσ.) Αόρ. γρατ᾽νίσ᾽κα Στερελλ. (Φθιῶτ.) γρατσ᾽νήθ᾽κα Εὔβ. (Στρόπον.) γραdζαίστ᾽κα Μακεδ. (Μοσχοπόταμ.) Μετοχ. γρατσινισμένους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ὀνοματοπ. ἐκ τῆς λ. γράτς. Πβ. καὶ τὸ Βυζαντ. τσαγγρουνῶ ὡς καὶ τσουγγρανῶ.

Σημασιολογία

Προκαλῶ ἐπιπολαίας ἐκδοράς, ἀμυχὰς εἰς τὸ δέρμα, κυρίως διὰ τῶν ὀνύχων, ἀκανθῶν ἢ αἰχμηροῦ τινος ἀντικειμένου κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. Μισθ. Σινασσ.) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) Μὲ γρατσούνισε ἡ γάττα κοιν. Μὴ πειράηζ᾽ς τ᾽ γάττα, γιˬατὶ θὰ σ᾽ γρατζιˬουίσ᾽ Εὔβ. (Αἰδηψ.) Μὶ γκρατζάνιιν τοὺ γαττούδ᾽ Μακεδ. (Κίτρ.) Τὸ κατσούλι γραντζουνάει Πελοπν. (Βαλτεσιν.) Πῆρα τοὺ γαττού᾽ ᾽ς τὰ χέριˬα κὶ μὶ γρατσά᾽τσι μὶ τ᾽ ἀνύχιˬα τ᾽ ᾽ς τὰ χέριˬα Θεσσ. (Κρυόβρ.) Τὸ σκυλλὶ γρατσουνάει τὴν πόρτα, θέλει νὰν τοῦ ἀνοίξουμε Πελοπν. (Βλαχοκερ.) Μὶ γκρατσ᾽νοῦσι μὶ τὰ νύχιˬα τ᾽ς κὶ κόντιψι νὰ μ᾽ βγά᾽ τὰ μάτιˬα Ἤπ. (Κουκούλ.) Τοὺ βλέπ᾽ς, δακώ᾽, γρατσανάει, τουμπάει (δακώ᾽ = δαγκώνει, τουμπάει = τσιμπᾷ• ἐνν. τὸ παιδὶ) Θεσσ. (Μελιβ.) Ἀνασ᾽κωποθωνότανε ἀπάνω ᾽ς τὸ κροββάτι καὶ ἐξαγλύστρησε καὶ ἔπεσε ᾽ς τὸ bηλὸ καὶ γρατσούνισε τὸ κεφαλάκι του (ἀνασ᾽κωποθωνότανε = καθόταν καὶ σηκωνόταν, κροββάτι = κρεββάτι, bηλὸ = πηλό) Ὀθων. Τὰ παιδιˬὰ ἔπισαν κὶ γρατσ᾽νίσ᾽καν Στερελλ. (Γραν.) ᾽Ανέφ᾽κι ἡ Χρῆστους ᾽πανουθὲ ᾽ς τ᾽ gουρουμ᾽λιˬὰ κὶ γρατσανίσ᾽κι ᾽ς τοὺ bλιˬέφαρου Θεσσ. (Κρυόβρ.) Μὲ γρατσιˬουνήσανε τὰ βάτα ᾽ς τὸ χωράφι Πελοπν. (Λακεδ.) Καρτσουνίστηκα μέσα ᾽ς τοὺς σβάτους Εὔβ. (Κουρ.) Γρατσ᾽νήθ᾽κι ᾽γάκι τοὺ πουδάρ᾽ μου Εὔβ. (Στρόπον.) Ἀνέφ᾽κ᾽ ἀπάν᾽ ᾽ς ἕνα gζέρακα νὰ κό᾽ψου κἄτ᾽ κλουνάριˬα κὶ γρατ᾽νίσ᾽κα Στερελλ. (Φθιῶτ.) Μὶ τί γραdζαίστ᾽κις, Θανάσ᾽, ἔτ᾽, κὶ ἔφτε͜ια᾽ις αὐτὴ τὴ μαλαή; Μακεδ. (Μοσχοπόταμ.) Γρατσ᾽νίσ᾽κα νιˬὰ ψυχούλα ᾽ποὺ νιˬὰ ἀγκαθιιˬ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μὴ σφίγγῃς πολὺ τὸ κοντύλι ἐπάνω ᾽ς τὴν πλάκα, γιˬατὶ γρατζουνάει Ἀθῆν. Συνών. ἀγκρινιˬάζω, γδέρνω 2, ξεγδέρνω, τσαγγρουνῶ, τσαγγρανῶ, τσαφίζω, τσαφουνίζω, τσουγγρανῶ. 2) Συνεκδ. παράγω θόρυβον ξέων διὰ τῶν ὀνύχων πολλαχ. καὶ Καππ. (Μισθ.): Ἡ γάττα γραdζουνίζει ᾽ς τὴ bόρτα γιὰ νὰ dῆς ἀνοίξωμε Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Μοῦ ᾽ρχεται μιˬὰ μερμηγκίλα, ἅμα γρατζουνᾶς Πελοπν. (Ἄρν. Ζελίν.) Ἄκουε κἄτι νὰ γρατσουνάει Ἐρεικ. Τί γρατσ᾽νάτι ἰκεῖ; ἀφῆστι μι νὰ ᾽μηθοῦ (τί θορυβεῖτε σὰν νὰ ξεσχίζετε κάτι μὲ τὰ νύχια; ἀφῆστε με νὰ κοιμηθῶ) Στερελλ. (Γραν.) Γρατσ᾽νάει ἡ γάττα, γιˬ᾽ αὐτὸ ἀιˬκοῦς βρόντου Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τοὺ βραῢ ἦρτιν ἕνα, γαρτσινᾷ ύρα (= τὸ βράδυ ἦρθε ἕνας, καὶ γρατσουνᾶ τὴν θύρα) Μισθ. || Ποίημ. Σὰν ἦρθα, σὲ λιγάκι ἀκῶ ποὺ κἄτι σιγανὰ ἀπ᾽ ὄξω ᾽ς τὸ σκοτάδι τὴν πόρτα γκρατζουνᾶ Α. Πάλλη, Ταμπουρ. καὶ Κόπαν., 23. β) Σκάβω ἢ ὀργώνω εἰς ἐλάχιστον βάθος Ἤπ. (Ξηροβούν.) Θρᾴκ. (Καβακλ. Καρωτ.): Κὶ μὶ τ᾽ ἄλιτρου τὴ γῆς θὰ τὴν gαρτσανάει σταυρουτὰ Καρωτ. Πῆγι ᾽ς τὰ λημόριˬα καὶ ἀρχίνεψε νὰ gρατζανίζ᾽ μὲ τά νύχιˬα της• τότες φανερώθ᾽κε μιˬὰ πλάκα (= λημόριˬα = μνημούρια, τάφους) Καβακλ. γ) Διαλύω διὰ τῶν χειρῶν τὸ συνεστραμμένον ἔριον, γραίνω, ξαίνω Θεσσ. (Μελιβ.): Ἀρχικὰ τοὺ γρατσιˬανοῦσαν οἱ ᾽ναῖκις μαναχές τους κὶ ἔφκε͜ιαναν τ᾽ν τ᾽λούπα (ἐνν. τὸ ἔριον). δ) Κρούω ἀδεξίως τὰς χορδὰς μουσικοῦ τινὸς ὀργάνου πολλαχ.: Πο͜ιὸς γρατσουνάει τὸ μαντολῖνο; κοιν. Γραντζανᾶν᾽ οἱ γύφτ᾽ (οἱ γύφτοι παίζουν καθ᾽ οἱονδήποτε τρόπον, ἐκ τῶν ἐνόντων, μουσικὴ) Ἤπ. (Δωδών.) Ἔτσ᾽ χατανάει οὑ γύφτους (ἔτσι, χωρὶς τέχνη παίζει μουσικὴ ὁ γύφτος) αὐτόθ. ε) Γράφω ἀκαλαισθήτως ἢ δυσαναγνώστως ἐνιαχ.: Ἄρχισε ὁ μικρὸς καὶ γρατσουνάει μὲ τὴν πέννα Ἀθῆν. Ἄλλοι μόλις ἀναγιγνώσκουν καὶ γρατζουνίζουν Γ. Βλαχογιάνν., Ἀρχ. 1, 410.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/