γλαρὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλαρὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλαρὸς (ΙΙ) ἐπίθ. γελαρὸς Ἀπουλ. γκελαρὸ Ἀπουλ. χελαρὸ Ἀπουλ γλαρὸς Ἀθῆν. Δαρδαν. Εὔβ. (Καλύβ. Κάρυστ.) Ζάκ. Ἤπ. (Ἰωάνν. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ) Κέρκ. (Αὐχιόν. Καρουσ. Περουλ.) Μακεδ. (Κοζ.) Μέγαρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Ἀναβρ. Ἀράχ. Ἄργ. Ἀρκαδ. Βερεστ. Βούρβουρ. Γαργαλ. Γορτυν. Ἑρμιόν. Καλάβρυτ. Κάμπος Λακων. Κορινθ. Κυνουρ. Λακων. Λάλ. Λάστ. Ξεχώρ. Σκορτσιν.) Σάμ. (Κουμαδαρ. κ.ἀ.) Σκῦρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Γραν.) Τῆλ. –Ν. Πολίτ., Ἐκλογ., 146, 22 Κ. Θεοτόκ., Καραβέλ., 22 Γ. Σουρῆς, Ρωμ., ἀρ. 31 Σ. Γρανίτσ. εἰς Ἀνθολ. Η. Ἀποστολίδ., 58 Παναθήν. 18, 131 Π. Ταγκόπ. εἰς Ἀνθολ. Η. Ἀποστολίδ., 459 Π. Βλαστ., Ἀργώ, 195 –Λεξ. Αἰν Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Πιθαν τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γαλαρὸς ἢ γελαρός, ἐκ τόπου *γλαερός, προελθόντος ἐκ συμφύρ. τῶν γαλερὸς καὶ γελαρός. Βλ. Ἰω. Καλλέρην εἰς Λεξικογρ. Δελτ 9 (1963), 51-52. Πβ. Μ. ᾿Ετυμολ. «γαλερόν˙ ἱλαρόν, ἡδύ, πρᾶον. Τάσσεται δὲ ἐπὶ βλεμμάτων. Ἡσύχ. «γαλερόν˙ γαληνόν, ἱλαρόν, εὔδιον καὶ γαληρὸν τὸ αὐτὸ καὶ γαλερόν».

Σημασιολογία

1) Ὑγρὸς, ἔφυγρος, δροσερός, μαλακὸς Εὔβ. (Καλύβ. Κάρυστ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Γαργαλ. Καλάβρυτ. Κάμπος Λακων. Κυνουρ. Λάλ. κ.ἀ) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) κ.ἀ -Σ. Γρανίτσ. εἰς Ἀνθολ Η Ἀποστολίδ., 58 –Λεξ. Αἰν. Δημητρ.: Εἶν᾿ ὁ καιρὸς γλαρὸς καὶ γιὰ τοῦτο φέρν’ ὑγρασία Κυνουρ. Σκέπασε τὸ προζύμι μὲ δυὸ ἀμπελόφυλλα, νὰ κρατηθῇ γλαρὸ καὶ νὰ μὴν ξεροσκάσῃ Γαργαλ. Εἶνι γλαρὴ ἡ γῆς ἀκόμ᾿ ἀπ’ τ’ βρουχὴ Αἰτωλ. Τοὺ σ᾽τάρ᾽ εἶνι γλαρὸ Σάμ. Εἶναι γλαρὸ ἀκόμα τὸ ψωμὶ Καλάβρυτ. Τὸ ἁλάτι διατηρεῖ τὰ σῦκα γλαρὰ Λάλ. Τὸ σιτάρι δὲν εἶναι γιὰ θέρισμα, εἶναι ἀκόμη γλαρὸ Λεξ. Αἰν. || Ποίημ. Πάνω ’ς τοὺς λόγγους τοὺς γλαροὺς καὶ ’ς τῶν γκρεμνῶν τ’ ἀπόσκιˬα ’ς τὰ ἡλιοβασιλέματα στερνοφιλοῦν τὰ μόσκιˬα Σ. Γρανίτσ., ἔνθ’ ἀν. 2) Ὁ λεῖος τὴν ἐπιφάνειαν Κέρκ. (Αὐχιόν. Καρουσ. Περουλ.) Τῆλ.: Γλαρὸ λέμε τὸ ζόρκο (= γυμνόν, ἄτριχον) Καρουσ. 3) Ἐπὶ ὀφθαλμοῦ, ὁ ἤρεμος, ὁ γλυκεῖαν ἔχων τὴν ἔκφρασιν Ἀθῆν. Δαρδαν. Ζάκ. Ἤπειρ. (Ἰωάνν. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Μακεδ. (Κοζ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Ἀράχ. Ἄργ. Ἀρκαδ. Βερεστ. Γορτυν. Ἑρμιόν. Κόρινθ. Λακων. Λάστ. Ξεχώρ. Σκορτσιν.) Σάμ. (Κουμαδάρ. κ.ἀ.) Σκῦρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. κ.ἀ.) –Γ. Σουρ., Ρωμ., 31 Κ. Θεοτόκ., Καραβέλ., 22 Π. Ταγκόπ. εἰς Ἀνθολ Η. Ἀποστολίδ., 459 –Λεξ. Αἰν. Δημητρ.: Μάτιˬα μεγάλα καὶ γλαρά Κ. Θεοτόκ., ἔνθ’ ἀν Γλαρὰ μάτιˬα Λεξ. Αἰν. || ᾌσμ.: Ἀπὸ τὰ γλαρά σου μάτιˬα τρέ ἀθάνατο νερὸ Ἰωάνν. Μὰ ἦταν τὰ μάτιˬα του γλαρά, τὰ χείλιˬα του καημένα Ἀράχ. Μαῦρα, γαλανά, σγουρά, γλαρά μου μάτιˬα, ἔβγα νὰ διῇς τὸν ἔρωτα πῶς γίνεται κομμάτιˬα Δαρδαν. Τὰ δυˬό σου μάτιˬα τὰ γλαρά, τὰ μαῦρα σου τὰ φρύδιˬα μέσ’ ’ς τὴν καρδιˬά μου μπήκανε σὰ λυσσασμένα φίδιˬα Σκῦρ. Οὕλα σὶ τὰ ᾿δου’ ἡ θιˬός, οὕλα μὶ τοὺ gουdύλι, μάτιˬα γλαρά, φρύδιˬα σγουρὰ κὶ κουραλλέ’ ἀχείλι Μάδυτ. || Ποίημ. Καὶ τὰ γλαρὰ τὰ μάτιˬα των ἐχόρταιναν ρουσφέτιˬα Γ. Σουρῆς ἔνθ’ ἀν β) Ἐπὶ ὀφθαλμοῦ, ὁ ἔφυγρος, ὁ ἔχων ἔκφρασιν γλυκεῖαν, ἡδυπαθῆ Πελοπν. (Γαργαλ. Ξεχώρ.) –Ν. Πολίτ., Ἐκλογ., 146, 22 –Λεξ. Πρω. Δημητρ: Τί σὲ ξελόιˬασε ἀποδαύτονε, τὰ γλαρά του μάτιˬα; Ξεχώρ. ‖Ἄσμ. Πὄχει τὰ μάτιˬα τὰ γλαρά, τὸ γέλιˬο ζαχαρένιˬο Ν. ΙΙολίτ., ἔνθ᾽ ἀν γ) ᾽Επὶ ὀφθαλμοῦ, ὁ μέγας, ὁ ὡραῖος, ὁ ἀμυγδαλωτὸς Πελοπν. (Ἑρμιόν.) Στερελλ. (Γραν.): Ἔ’ κάτ’ μάτιˬα γλαρὰ γλαρὰ Γραν. ‖Ἄσμ. Μὲ τὰ γλαρὰ τὰ μάτιˬα σου, μικρή μου βοσκοπούλα, μοῦ πῆρες τὴν καρδοῦλα Γραν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/