γρατσώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρατσώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γρατσώνω ἀμαρτ. γαρτσώνω Πόντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γράτσι.
Σημασιολογία
Συλλαμβάνω διὰ τῶν ὀνύχων ὡς τὰ ὄρνεα ἔνθ᾽ ἀν. β) Γραπώνω 2, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸ μωρὸν ἐγάρτσωσεν ἀπάνω μ᾽ ᾽ς σὸ βυζίν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA