βερέbι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βερέbι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βερέbι τό, ἀμάρτ. βερέb' Πόντ. (Χαλδ.) βερέβι Μεγίστ. βερέμι Θήρ. Τῆλ. -Λεξ. ’Ηπίτ. ’Ελευθερουδ. ΜἘγκυκλ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Πιθανῶς Τουρκικῆς ἀρχῆς.
Σημασιολογία
1) Τὸ κάτω μέρος τῆς βράκας τὸ ὁποῖον κατὰ τὸ βάδισμα κινεῖται δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ Μεγίστ. β) ’Επιθετικ., λοξὸς Θήρ. Μεγίστ. Πόντ (Χαλδ.) Συνών. βερέbικος. 2) Ἡ κατὰ τὸ ἐγκάρσιον ἐπίπεδον τοῦ πλοίου κυρτότης τῶν ζυγῶν καὶ τοῦ καταστρώματος Λεξ. Δημητρ. 3) Ἡ παρεντομὴ τοῦ ἱστίου Λεξ. ᾽Ηπίτ. Ἐλευθερουδ. ΜἘγκυκλ. Δημητρ. 4) Κηρήθρα τοποθετημένη λοξῶς ἐντὸς τῆς κυψέλης Τῆλ. 5) ’Επιρρηματ., πλαγίως, λοξῶς Πόντ. (Χαλδ.) Τῆλ. Ἔκοψές το βερέμι Τῆλ. Συνών. βερέbικα, λοξά, στραβά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA