γραφτίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραφτίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Τυπολογία
γραφτίκι τό, Λεξ. Βλαστ 427 γραφτί᾽ Μακεδ. (Βελβ.) Πληθ. γραφτίκιˬα Σέριφ. - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γραφτὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -ίκι. Ὁ τύπ. γραφτίκιˬα καὶ ἐξ ἐγγράφου τοῦ 1746 ἐκ Χίου: «ἀσλάνια ἕξι καὶ τὰ γραφτίκια». Περὶ τοῦ τύπ. τοῦ πληθ. βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 29 (1917), 203. Πβ. τὰ ἀνάλογα βουλλωτίκιˬα, βρετίκιˬα, θρεφτίκιˬα, συχαρίκιˬα.
Σημασιολογία
1) Τὸ πτηνὸν Σπίζα ἡ ἀκανθοφάγος (Fringilla carduelis) τῆς οἰκογ. τῶν Σπιζιδῶν (Fringillidae), ἡ ἀκανθὶς ἢ ἀκανθυλλὶς τῶν Ἀρχαίων Μακεδ. (Βελβ.) - Λεξ. Βλαστ. 427. Συνών. εἰς λ. γραμματίκι. 2) Αἱ δαπάναι, τὰ ἔξοδα γραφῆς ἢ ἀντιγραφῆς ἐγγράφου, τὰ γραφικὰ Λεξ. Δημητρ. Ἡ σημ. καὶ ἐξ ἐγγράφου τοῦ 1746 ἐκ Χίου ἔνθ᾽ ἀν. 3) Ἡ σύνταξις τοῦ προικοσυμφώνου Σέριφ.: Πᾶμε ᾽ς τὰ γραφτίκιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA