γραφτικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραφτικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γραφτικὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. Οὐσ. οὐδ. γραφτικὰ Πελοπν. (Λάστ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γραφτὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ικός.

Σημασιολογία

Ὡς οὐσ. τα ἔξοδα τοῦ ζωγραφίσματος: ᾎσμ. - Θοδώρα, ποιˬὸς σοῦ τά ᾽γραψε τὰ φρύδιˬα σου τὰ μαῦρα; - Ἡ μάννα μου μοῦ τά ᾽γραψε τὰ φρύδιˬα μου τὰ μαῦρα. - Βάνω κ᾽ ἐγὼ τὰ γραφτικὰ νὰ τὰ χαροῦμ. ἀντάμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/