βιβλιοθήκη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιβλιοθήκη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βιβλιοθήκη ἡ, λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. βιβλιοθήκη.
Σημασιολογία
1) ᾿Αρμάριον ἢ δωμάτιον εἰς τὸ ὁποῖον φυλάττονται βιβλία, βιβλιοφυλάκιον κοιν.: Φρ. Ζωντανὴ βιβλιοθήκη (ἐπὶ πολυμαθεστάτου). 2) Κοινὸν ἢ δημόσιον οἰκοδόμημα εἰς τὸ ὁποῖον ἀπόκεινται βιβλία πρὸς χρῆσιν τοῦ κοινοῦ κοιν. 3) Συλλογὴ βιβλίων κοιν.: Ἀγοράζω βιβλία, γιατὶ θέλω νὰ κάνω βιβλιοθήκῃ. Αὐτὸς ἔχει μιˬὰ πολὺ καλὴ βιβλιοθήκη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA