γλαρώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλαρώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλαρώνω (Ι) πολλαχ. γλαρώνου πολλαχ. βόρ. ἰδιώμ. γλαρώ-νω Κῶς (Καρδάμ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οῦσ. γλάρα.

Σημασιολογία

Α) Ἀμτβ. 1) Ὑγραίνομαι, καθίσταμαι ἔφυγρος Εὔβ. (Καλύβ.): Ὁ τόπος εἶναι γλαρωμένος. β) Λόγῳ ὑγρασίας καθίσταμαι μαλακὸς Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Κολάκ.): Γλάρουσ’ τοὺ σ’τάρ’ κὶ δὲν κόβιτ’ Κολάκ. γ) Λόγῳ ὑγρασίας σῆπομαι Εὔβ. (Καλύβ.): Ἅμα δὲ λακκιˬάσωμε τὸ γέννημα, γλαρώνει. Συνών. φρ. ἀνάβει, μουχλιˬάζει, πιάνει. 2) Εἶμαι ἢ καθίσταμαι ἤπιος, ἥσυχος, γαλὴνιος, ἠσυχάζω, ἠρεμῶ Στερελλ. (Ἀχυρ.) –Λεξ. Δημητρ.: Γλάρουσι τοὺ κουρμί μ’ ἀπόψι ’ς τὰ μαλακὰ Ἀχυρ. β) Ἀπρόσ., ἐπὶ καιροῦ, βελτιώνεται, γλυκαίνει, μαλακώνει Πελοπν. (Κερπιν.): ᾽Εγλάρωσε γιˬὰ καλά. Πάει νὰ γλαρωση. 3) Κατέχομαι ὑπὸ ὑπνηλίας, ὑπὸ τάσεως πρὸς ὕπνον πολλαχ.: Γλάρωσαν τά μάτιˬα μου Πελοπν. (Βούρβουρ.) Μὴ μιλᾷς τοῦ παιδιˬοῦ! Γλάρωσαν τὰ μάτιˬα του, θὰ κοιμηθῇ Πελοπν. (Βλαχοκερ.) Τὸ παιδὶ γλάρωσε καὶ θέλει ὕπνο Πελοπν. (Λακεδ) Γλάρουσ’ ἀπ’ τ’ φουτιˬὰ κὶ θὰ ξαπλώσου Στερελλ. (Ἀχυρ) Γλαρώσανε τὰ μάτιˬα σου. Σήκω νὰ πᾷς γιˬὰ ὕπνο Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ.) Ἀμίλητοι τώρα ὅλοι κοιτάζανε τὴ φωτιˬά, τὰ μάτιˬα τους γλαρώσανε καὶ τὰ ματόφυλλά τους βαριˬὰ πέφτανε Κ. Παρορ., Στὸ ἄλμπουρ., 23. β) Ἀποκοιμῶμαι ἐλαφρῶς, εὑρίσκομαι εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ ὕπνου Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Κύθηρ. Κύπρ. Πελοπν. (Βερεστ. Βλαχοκερ. Δάρα Ἀρκαδ.) Στερελλ. (Ἀχυρ. κ.ἀ.) –Λεξ. Δημητρ.: Ὅπως καθότανε ’ς τὸ τραπέζι, ἐγλάρωσε Βερεστ. Ἀπάνου ποὺ γλαρώνω νὰ πάρω ἕναν ὕπνο, ἦρθε καὶ μὲ ξύπνησε Μαχαιρᾶδ. Γλαρώνου ἀπουβραδὺς κ’ ὕστερα δὲν κλε͜ιοῦ μάτ’ Ἀχυρ. Μόλις ἐγλάρωσε κοντὰ ’ς τὸ παραγώνι, ἀνταρεύτηκε καὶ μὲ ξύπνησε Δάρα Ἀρκαδ. Μόλις ἐγλάρωσα, μὲ ξύπνησαν οἱ βροντὲς Λεξ. Δημητρ. Β) Μετβ. 1) καθιστῶ τι ἤρεμον. Π. Βλαστ., Ἀργώ, 337. 2) Προκαλῶ ὑπνηλίαν, τάσιν πρὸς ὕπνον Στερελλ. (Ἀχυρ.): Μὶ γλάρουσ’ ἡ φουτιὰ κιˬ ἀπου’μήθ’κα. Γ) Μετβ. καὶ ἀμτβ. 1) Ἔχω τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμικλείστους ἑξ ἡδονικοῦ αἰσθήματος καὶ ἡδυπαθείας, προσβλέπω μετὰ τρυφερότητος Ἀθῆν. κ.ἀ. –Δ. Γουζέλ., Τζάκομ, 4 Γ. Ξενόπ., Κόσμος, 13. Ν. Ἑστ. 18 (1935), 962. Σφαῖρα 3, ἀρ. 132 –Λεξ. Δημητρ.: Καὶ γλαρώνοντας τὰ μάτιˬα, τοῦ πέταξε γλυκά «Δὲν πιστεύω νὰ μὲ προσβάλλετε» (τοῦ πέταξε γλυκὰ = τοῦ εἶπε τρυφερὰ) Ν. Ἑστ. ἔνθ’ ἀν. Κιˬ ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη περνοῦσε ταχτικά, τὴν κοίταζε μὲ γλαρωμένα μάτια, τῆς γλυκογελοῦσε κιˬ ἀπομακρυνόταν μὲ ἀναστεναγμοὺς Γ. Ξενόπ., ἔνθ’ ἀν. Τὰ θαυμάσια μαῦρα μάτιˬα του γλάρωναν τόσο παθητικά, καθὼς τὴν ἔσφιγγε ’ς τὴν ἀγκαλιˬά του Σφαῖρα, ἔνθ᾽ ἀν ‖ Ποίημ. Κ’ ἔβγαναν τὰ ματάκιˬα τζη, ποὺ γλάρωναν, σπιθούλα Δ. Γουδέλ., ἔνθ’ ἀν. 2) Καταλαμβάνομαι ὑπὸ ἡδυπαθείας Ἀθῆν.: Τὴν εἶδα αὐτὴ τὴν κοπέλα κ’ ἐγλάρωσα. Μόλις τὴν εἶδε, γλάρωσε. Συνών. γλυκοσαλιˬάζω, λε͜ιώνω, λιγώνομαι, ξελιγώνομαι, σαλιˬαρίζω. 3) Ἔχω ἀπλανεῖς τοὺς ὀφθαλμοὺς Κύθν. 4) Ἀνοίγω, διαστέλλω τοὺς ὀφθαλμοὺς Κῶς (Καρδάμ.) Στερελλ. (Γραν.): Γλάρουσι κάτ’ μάτιˬα! Τήρα τον πῶς τὰ γλάρουσι Γραν. Γλαρώσασιν dὰ-μ-ματάτσιˬα του Καρδάμ. β) Ἀναστρέφω κυκλικῶς τοὺς ὀφθαλμοὺς, συνήθως ἐπὶ θνήσκοντος ζῴου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Ὀξὺλιθ.): Πάει καλλιˬά του, τὰ μάτιˬα του εἶι bὶτ γλαρουμένα Αὐλωνάρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/