βιγλάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βιγλάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βιγλάρις ὁ, Πελοπν. (Μάναρ.) βίγλαρις ΓΒλαχογιάνν. Τὰ πρῶτα ταχυδρ. 43. Πληθ. βιγλαραῖοι Πελοπν. (Μάναρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βίγλα καὶ τῆς κατάλ. -άρις.

Σημασιολογία

Φρουρὸς σκοπιᾶς Πελοπν. (Μάναρ.) -ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ᾽ ἀν.: Ὁ βίγλαρις κατώρθωνε μὲ τὸ κιˬάλι νὰ γνωρίζῃ τὰ καράβιˬα ποῦ ἐρχόντανε καὶ κατέβαινε ’ς τὴ χώρα νὰ φέρῃ τὸ καλὸ χαμπέρι ’ς τὸ σπίτι τοῦ καραβοκύρι ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Σαράντα βίγλες ἔβαλαν κ’ ἑξήντα βιγλαραίους, κἀνεὶς δὲν τοὺς ἀγροίκησε ἀπὸ τοὺς βιγλαραίους Μάναρ. Συνών. βιγλάτωρας, βιγλιˬάρις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/