βιγλάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιγλάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βιγλάρω, βιgιλάρω Κεφαλλ. βιγλάρω Ἄνδρ. Νάξ. (Χαλκ. κ.ἀ) Σίφν -Λεξ. ᾽Ηπίτ. Μ᾽Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. βιγλέρω Κρήτ. Παρατατ. ἐβιgλάριζα Κεφαλλ. ἠβιγλάριζα Σίφν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βίγλα.
Σημασιολογία
1) Παρατηρῶ μακράν, περισκοπῶ, φυλάττω ἔνθ ἀν. Συνών. βιγλεύω, βιγλίζω 2. 2) Παραμονεύω Κεφαλλ. -Λεξ. ’Ηπίτ.: Ἐβιgιλάριζε τὸ λαγὸ ἀπάνου ’ς τὴν ὥρα ποῦ θ᾽ ἀνεβῇ ᾿ς τὸ σκαλὶ γιˬὰ νὰ τοῦ ρίξῃ Κεφαλλ. Πβ. βιγλιˬάζω 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA