βιγλάτωρας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βιγλάτωρας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βιγλάτωρας ὁ, Ἄνδρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Σίφν. κ.ἀ -Λεξ. Περιδ. Βυζ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. βιgλάτωρας Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Μακεδ (Χαλκιδ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. βιγλάτωρας, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. vigilator.

Σημασιολογία

Βιγλάρις, ὃ ἰδ., ἔνθ ἀν.: ᾎσμ. Ἐγὼ γιˬὰ τὴν πολυˬαγαπῶ τρεῖς βίgλες θενὰ βάλω, τρεῖς βίgλες, τρεῖς βιgλάτωρες καὶ τρεῖς ἀdρειωμένους Σωζόπ. Κιˬ ἀπουκοιμάε͜ι τοὺς πιθιρούς, κοιμάε͜ι τοὺς βιγλατώρους Μακεδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/