ἀσυγύριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυγύριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσυγύριστος ἐπίθ. ἀσυνγύριστος Πόντ. ἀσυγύριστος κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) ἀσυγύριστους Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) ἀσυγύρ’στους βόρ. ἰδιώμ. ἀσυύριστος Μεγίστ. ἀσυγύριγος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) ἀσ'γύρ’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀσυγύριχτος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *συγυριστός<συγυρίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἀνακινηθείς, ὁ μὴ ἀναδευθεὶς Λεξ. Δημητρ.: Τὸ ἀραποσὶτι ἅμα τὸ ἀφήσῃς ἀσυγύριστο μουχλιˬάζει. 2) Ὁ μὴ τακτοποιηθείς, ὁ μὴ εὐτρεπισθείς, ὁ μὴ διευθετηθείς, ἐπὶ ἀψύχων καὶ ἐμψύχων κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) Δωμάτιο -κρεββάτι-σπίτι-τραπέζι ἀσυγύριστο κοιν. ’Ασυγύριστα φορτσέριˬα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ᾽Εφῆκεν τ' ὁσπίτ’ ἀσυγύριστον Τραπ. || Παροιμ. Σπίτι ἀσυγύριστο μουσαφίρη περιμένει (οἱ ἐπισκέπται ἔρχονται, ὅταν εἶναί τις ἀνέτοιμος νὰ τοὺς δεχθῇ) Αἴγιν. Συνών. ἀβόλευτος 1, ἄγκλιστος 2, *ἀδιˬακόμπητος, ἀδιˬάρμιστος, ἀναπάρωτος 1, ἄσιˬαχτος Α2, ἀσυμμάζευτος 2, ἀσυμμάζωχτος 2, ἀσυνορθίαστος 1, ἀσυνόρθωτος 1. β) ’Ατημέλητος, ἀκαλλώπιστος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) : Γυναῖκα ἀσυγύριστη. Κορίτσι ἀσυγύριστο σύνηθ. Ἡ νύφε ἀκόμαν ἀσυγύριστος ἔν᾿ Τραπ. Συνών. ἀκαλλίωτος, ἀνορδίνιˬαστος 1, ἀσυμμάζωχτος 4, ἀσυνορθίαστος 2, ἀσυνόρθωτος 1β, ἀσυντράνευτος 2. 3) Δυσκίνητος ἐκ πολυσαρκίας Πελοπν. (Αρκαδ.): ᾿Εγινε ἀσυγύριγος. 4) Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ἡ ἐπιφάνεια δὲν ἰσοπεδώθη, δὲν ἐλειάνθη, ἐπὶ ξύλου Πόντ. (Χαλδ.) : Ὁ μάστορας ἐφέκεν τ᾿ ἕναν τὸ ξύλον ἀσυγύριστον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA