βιγλιˬάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιγλιˬάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Τυπολογία
βιγλιˬάρις ὁ, Πελοπν. (Γορτυν. κ.ἀ.) -ΓΒλαχογιάνν. Τὰ πρῶτα ταχυδρ. 40 βίγλιˬαρις Πελοπν. Πληθ. βιγλιˬαραῖοι Πελοπν. (Γορτυν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βίγλα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬάρις.
Σημασιολογία
1) Φρουρὸς σκοπιᾶς ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Σαράντα βίγλες ἔβγαλε κ᾿ ἑξήντα βιγλιˬαραίους, κἀνεὶς δὲν τὸν ἀγροίκησεν ἀπὸ τοὺς βιγλιˬαραίους Γορτυν. Συνών. βιγλάρις, βιγλάτωρας. 2) Φύλαξ τῶν ἐνδυμάτων τῶν ἁλιευόντων ἐγχέλεις Πελοπν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA