βίγλισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βίγλισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βίγλισμα τό, πολλαχ. δίκλισμαν Κύπρ. δίκλημαν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βιγλίζω.
Σημασιολογία
1) 'Επαγρύπνησις, κατόπτευσις πολλαχ. 2) Στροφὴ τοῦ βλέμματος πρός τι σημεῖον, παρατήρησις Κύπρ. 3) Βλέμμα Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA