βίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βίδα ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Σινώπ. κ.ἀ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. βίδα, ὃ ἐκ τοῦ Βενετ. vida.
Σημασιολογία
A) Κυριολ. 1) Κοχλιωτὸς ἧλος εἰσερχόμενος διὰ περιστροφῆς κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Ἔσφιξε-χαλάρωσε ἡ βίδα κοιν. || Φρ. ἐπὶ τοῦ παραφρονήσαντος: Τοῦ ᾽στριψε ἡ βίδα κοιν. Τοῦ ᾿σφιξε ἡ βίδα πολλαχ. Ἐγύρισε ἡ βίδα Κρήτ. Ἐχάλασεν ἡ βίδα Μεγίστ. Ἔπαιξεν ἡ βίδα Οἰν. Τὄφ’χι ἡ βίδα Στερελλ. (᾽Αράχ.) Ἔει μιˬὰν βίδαν ᾿ποβίδωτην (εἶναι ὀλίγον τρελλὸς) Κύπρ. || ᾌσμ. ᾿Εγάπησά σε bιστικά, μὰ χάρηκά σε λίγα κιˬ ἄλλοι τὸν ἐγυρίσανε τὸ νοῦ σου μὲ τὴ βίδα Κρήτ. Συμπάθησέ με, μάθιˬα μου, μ᾿ οὕλος ὁ κόσμος σφέλνει, γιˬατὶ κ᾿ ἐμὲ ἡ βίδα μου ἤτονε ξεστριμμένη αὐτόθ. Νὰ τσοὶ γυρίσω θέλω ᾽γὼ τσοὶ δώδεκά σου βίδες καὶ σὰν ἐμένα διˬάολον ἀκόμη δὲ dὸν εἶδες αὐτόθ. 2) Κοχλιοειδὴς ἄξων πιεστηρίου σύνηθ. 3) Σιδηρᾶ συσκευὴ τοῦ ἐλαιοπιεστηρίου Κέρκ. β) ᾿Ελαιοτριβεῖον Ἄνδρ.: Θὰ πάμε νὰ βγάλωμε τοὶς ἐλαι͜ὲς 'ς τὴ βίδα. 4) Ξυλίνη κοχλιωτὴ στρόφιγξ τῶν οἰνοφόρων βυτίων Εὔβ. (Κύμ.) Ἰθάκ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. Β) Μεταφ. 1) Ψυχικὴ διάθεσις Πελοπν. (᾿Ολυμπ.): Θὰ πάμε ᾽ς τ᾽ ἀμπέλι τ’ ἀπόγεμα; -Κατὰ τὴ βίδα ποῦ θά ’χω. 2) Ψυχικὴ ταραχή, ἀνωμαλία, τρέλλα σύνηθ.: Τοῦ ᾽ρθ᾽ ἡ βίδα. Ἔχει βίδα σύνηθ. Εἶναι ᾽ς τὴ βίδα του. Θὰ μὲ πιˬάσουν θαρῶ οἱ βίδες πολλαχ. 3) Ἄνθρωπος εὔστροφος Πόντ. (Σινώπ. κ.ἀ.) 4) Ἄνθρωπος ἀσταθής εἰς τὰς διαθέσεις του, ἀνισόρροπος κοιν.: Αὐτὸς εἶναι βίδα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Μύκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA