βιδάνιˬο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βιδάνιˬο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βιδάνιˬο τό, σύνηθ. βιδάνιˬου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ’Ιταλ. guadagno.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἐκ τοῦ κέρδους τοῦ χαρτοπαίκτου μερὶς τὴν ὁποίαν λαμβάνει ὁ διευθυντὴς τοῦ χαρτοπαιχτείου σύνηθ. Συνών. βαδάνι. 2) Τὰ ἐν τοῖς ποτηρίοις τῶν οἰνοποτῶν ὑπολείμματα τοῦ οἴνου τὰ ὁποῖα συλλέγει ὁ οἰνοπώλης καὶ τὰ μεταπωλεῖ δολίως σύνηθ: Αὐτὸς ὁ ταβερνιˬάρις πουλεῖ ὅλο βιδάνιˬο. Σερβίρουν βιδάνιˬο ᾽ς τοὶς κεφιˬασμένες παρέες. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπόπιμα. 3) Μετων. πρᾶγμα μὴ γνήσιον, ψευδὲς σύνηθ.: ᾎσμ. Βιδάνιˬο ἦταν τὰ φιλάκιˬα σου ποῦ μὄδινες προχτές.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/