ἀσυλλόγιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυλλόγιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσυλλόγιˬαστος ἐπίθ. Ἤπ. ἀσυλλόγιˬαστους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. ἀσυλλόιˬαστους Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀσυνουλόγιˬαστους ᾿΄Ηπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *συλλογιˬαστὸς<συλλογιˬάζομαι.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ συλλογιζόμενος περί τινος, ἄφροντις ἔνθ’ ἀν. : Ἀσυλλόιˬαστους ἄνθρουπους Ζαγόρ. Συνών. ἀδιˬανόητος, ἀμέριμνος, ἀνέννο͜ιος 1, ἄνο͜ιαστος 1, ἀστόχαστος 1ε, ἀσυλλόγιστος 2, ξένοι͜αστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA