γρεγαλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρεγαλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γρεγαλίζω Σαλαμ. γρεαλ-λίζ-ζω Μεγίστ. Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γρεγάλι.

Σημασιολογία

Ἀπροσ. 1) Πνέει βορειοανατολικὸς ἄνεμος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄρχισε νὰ γρεγαλίζῃ Σαλαμ. Σὲ λίγο θὰ γρεγαλίσῃ αὐτόθ. Γρεγάλισε κ᾽ ἔπειτα φύγαμε αὐτόθ. 2) Ἐπὶ ὀφθαλμῶν, θολοῦμαι Σύμ.: Ἐγρεάλ-λισαν τὰ μ-μάτιˬα μου ἀποὺ τήμ bεῖνα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/