γλαστρίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλαστρίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γλαστρίτσα, ἡ, πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλάστρα διὰ τῆς ὑποκορ. καταλ. –ίτσα.

Σημασιολογία

Μικρὰ γλάστρα (Ι) 1 ἔνθ᾽ ἀν.: Θὰ τὸ φυτέψῃς σὲ μιˬὰ γλαστρίτσα. Ἀγόρασα μιˬὰ ὡραία γλαστρίτσα. Μοῦ ᾿σπασε ἡ καλύτερη γλαστρίτσα πολλαχ. Συνών. γλαστράκι 1, γλαστρίδι, γλαστρούλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/