βιδέλλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιδέλλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βιδέλλο τό, σύνηθ. βιδέλλου σύνηθ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. vitello.
Σημασιολογία
1) Μόσχος, μοσχάριον. 2) Κρέας μόσχου. 3) Κατειργασμένον δέρμα βοός: Ὁ παπουτσῆς ἀγόρασε μερικά κομμάτιˬα βιδέλλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA