ἀσυμβίβαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυμβίβαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσυμβίβαστος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. ἀν᾽σ᾽νίβαστους Λῆμν.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀσυμβίβαστος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ συμβιβασθεὶς πρός τινα σύνηθ. : Εἴμαστε ἀκόμα ἀσυμβίβαστοι μὲ τὸν δεῖνα. 2) ᾿Απρόσεκτος, ἀγροῖκος Λῆμν.: Ἔ καμένι, εἶσι πλεˬὰ dίπ ἀν᾽σ’νίβαστους!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA