γρεγοπούλλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρεγοπούλλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γρεγοπούλλι τό, ἐνιαχ. γρεοπούλλι Προπ. (Κύζ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γρέγος καὶ πουλλί.

Σημασιολογία

Τὸ πτηνὸν Χαραδριὸς ὁ ὑέτιος (Charadrius pluvialis) τῆς οἰκογ. τῶν Χαραδριιδῶν (Charadriidae), τοῦ ὁποίου ἡ φωνὴ πιστεύεται ὅτι προαγγέλλει ἐπικείμενον γρέον ἄνεμον καὶ βροχὴν. Συνών. βροχοπούλλι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/