γρέγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρέγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γρέγος ὁ, κοιν. γρέγους κοιν. βορ. ἰδιωμ. γρέκος Κύπρ. D. C. Hesseling. Mots marit., A. Maidhof, Neugr. Rückwand, 11 H. Kahane, Byz. Neugr. Jahrb. 15 (1939), 105 γρέος σύνηθ. καὶ Πόντ (Οἰν.) γρέους Σάμ. γρέβος Λεξ. Βυζ. γρέβους Εὔβ. (Λιχὰς) Θεσσ. (Τρίκερ.) Πόντ. (Οἰν.) gρέος Ἰθάκ. Νάξ. (Χώρ.) ἐγρέος Νάξ. (Ἀπύρανθ. Δαμαρ. Κινίδ. Φιλότ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑνετ. grego = βορειοανατολικὸς ἄνεμος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ΒΑ ἄνεμος, ὁ λεγόμενος καὶ μέσης κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Φυσάει γρέγος, θὰ βρέξῃ Σαλαμ. Θὰ φ᾽σήσ᾽ γρέος Λευκ. (Φτερν.) || Τὸ πατεῖ ᾽ς τὸ γρέγο (ἢρχισε νὰ πνέῃ γρέγος, ΒΑ ἄνεμος) Κίμωλ. Βαστοῦν οἱ γρέγοι (ἐπιμένουν οὶ γρέγοι, οἱ ΒΑ ἄνεμοι) Κ. Ἀνανιάδ., Θαλασσιν. Ἐγκυκλ., 209. Ἐγρέος; - Σπίτι στερέο! (ἐπειδὴ ὁ ΒΑ ἄνεμος εἶναι σφοδρὸς, πρέπει αἱ στέγαι τῶν οἰκιῶν νὰ εἶναι στερεαὶ) Νάξ. (Φιλότ.) || Γνωμ. Μὲ γέρο γρέο ἀρμένιζε, σουρόκο παλληκάρι (καλὸν εἶναι νὰ ταξιδεύῃ κανείς, ὅταν ἔχῃ κοπάσει ὁ βορειοανατολικὸς ἄνεμος ἢ ὅταν ἀρχίζῃ νὰ πνέῃ ὁ σιρόκος) Κεφαλλ. Πονέντες καργᾶδος, | γρέος παρτσᾶδος (ὅταν ἀρχίσῃ να πνέῃ ἰσχυρὸς δυτικὸς ἄνεμος, ὁ ΒΑ παύει) Θήρ. (Οἴα). Ἡ φωτιˬὰ εἶναι γρέος καὶ κακοσβε͜ιέται (τὸ πῦρ δυσκόλως καταστέλλεται, διότι ἐξαπλοῦται καὶ ἰσχυροποιεῖται ὡς ὁ γρέγος) Κεφαλλ. Ἑ γρέος εἰς τὴ θάλασ-σα σὰμ μέρμηγκας γεν-νε͜ιέται (ὁ ΒΑ ἄνεμος ἀσθενῶς πνέων κατ᾽ ἀρχὰς ἐπιτείνεται κατὰ μικρὸν) Μεγίστ. || ᾌσμ. Ἑφτὰ Ἀπρίλη ἢτανε, μὴν εἶχε ξημερώσῃ, πού ᾽καμ᾽ ὁ γρέος μιὰ βροχὴ γιὰ νὰ μᾶς θανατώσῃ Κύθηρ. ᾽Σ τοὺν γρέγουν ἀρμινίζουμι, ᾽ς τὴν ὄστρια πιρπατοῦμι Μακεδ. (Ὄλυμπ.) || Ποίημ. ᾽Σ τὸ γρέγο ποὺ τ᾽ ἀφέγγαρο δροσίζει μερονύχτι μακρὺ ξεχύνουν θρόισμα τὰ ὀρθόψηλα πλατάνιˬα Α. Γιαλούρ., Ἀνθολογ. Η. Ἀποστολίδ, 53. Συνών. βορραπηλιˬώτης, γρεγαλάκι, γρεγάλης, γρεγάλι, γρεγοβόρι, γρεγουλάκι, μέσης. 2) Ὁ βόρειος ἄνεμος Ἁλόνν. Λευκ. (Φτέρν.) Προπ. (Κύζ.): Βαστάει γρέος (= πνέει βόρειος ἄνεμος) Φτερν. 3) Ἐκάστη τῶν δύο δοκῶν τῆς στεφάνης τοῦ ἄνω κινητοῦ τμήματος τοῦ ἀνεμομύλου, ἐπὶ τῶν ὁποίων στηρίζεται ὁ ἄξων αὐτοῦ Λῆμν. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γρέγος Ἀθῆν. Εὔβ. (Χαλκ.) Θεσσ. (Λάρ.) Λέσβ. (Καλλον.) Μακεδ. (Θεσσαλον.) Πειρ. Στερελλ. (Ἀφίδν.) Χίος (Καρδάμ.) καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γρέγο Τσακων. (Πραστ.) καὶ Γρέος Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA