γλαυκόματος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλαυκόματος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλαυκόματος ἐπίθ. Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Πρω. Δημητρ. Θηλ. γλαυκομάτα Σ. Σκίπ. Ἀπολλών. ἆσμ., 113 Γ. Ψυχάρ., Ταξίδ3., 202.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. γλαυκόμματος δι᾿ ἁπλοποιήσεως τῶν δύο μμ. Βλ. Λεξικογρ. Δελτ. Ἀκαδ. ᾽Αθην. 9 (1963) 14.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων γλαυκοὺς ὀφθαλμοὺς ἔνθ’ ἀν.: ’Εσένα πάντα σὲ κοιτάζει ἡ γλαυκομάτα μεγάλη θεὰ Γ. Ψυχάρ., ἔνθ’ ἀν.: || Ποίημ. ’Στὴ δροσιά σου ἀποκάτω ξαπόστασε μιˬὰν ἡμέρα ἡ ᾽Αθηνᾶ ἡ γλαυκομάτα Σ. Σκίπ., ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. ἤδη ἀρχ. Βλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 253ε «ὁ δ’ αὖ... μελάχρως, γλαυκόμματος, ὕφαιμος». Συνών. βλ. εἰς λ. γαλανομμάτης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/