γρεγοτραμουντάνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρεγοτραμουντάνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γρεγοτραμουντάνα ἡ, πολλαχ. γρεγουdααμ᾽dάνα Σαμοθρ. γριγουντραμουντάνα Στερελλ. (Ἅγιος Κωνσταντ.) γρεγοτραμοντάνα Λ. Παλάσκ. Ὀνοματολόγ. ναυτικόν, 47 Ν. Πολίτ., Παροιμ. 4, 116 γρεγοτρεμουdάνα Ζάκ. γρεκοτραμουντάνα Πελοπν. (Ἀργολ.) - Λεξ. Βάιγ. Ἠπίτ. γρεκοτρεμουντάνα Σκόπ. γρεβοτραμουντάνα Θεσσ. (Τρίκερ.) - Λεξ. Βυζ. γρεοτραμουνdάνα Ἀμοργ. Ἤπ. (Πάργ.) Θεσσ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Σῦρ. γρεοτραμουνdάνα Μεγίστ. Πάτμ. Σχινοῦσ. γρεοτραμουdάνα Καστ. γρεοδραμουντάνα Κάρπ. (Ἔλυμπ.) γρεοτρεμουdάνα Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. γριουτραμουdάνα Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἑνετ. gregotramontana = ἄνεμος μεσοβορρᾶς. Παρὰ Σομ. ὁ τύπ. γρεγοτραμουντάνα.

Σημασιολογία

1) Ἄνεμος πνέων μεταξύ γρέγου καὶ τραμουντάνας, ὁ ἄλλως μεσοβορρᾶς σύνηθ.: Ἐφύσουνε γρεοτρεμουdάνα, ποὺ πῆγε νὰ μᾶς ἀσ᾽κώσῃ μαζὶ μὲ τὸ καΐκι Κέρκ. Ἅμ᾽ ἀσπίισ᾽ τοὺ χουουτάρ᾽, ᾽άα φ᾽σήξ᾽ γρεγουdααμ᾽dάνα (ἀσπίισ᾽ = ἀσπρίσῃ, χουουτάρ᾽ = χορτάρι, ᾽άα = θὰ) Σαμοθρ. Γύρισε τὴν πλώρη του μιὰ κάρτα ἀπὸ τὴν τραμουντάνα κατὰ τὸ γρέκο. Κιˬ ὄχι τραμουντάνα κάρτα γρέγο, ἀλλὰ γιομᾶτο γρεγοτραμουντάνα Κ. Μπαστ., Ἁλιευτ.,116. ‖ ᾎσμ. Ἕνα καράβ᾽ ἀρμένιζι μὶ γριουτραμουdάνα, κ᾽ ἰκεῖ βουριˬάζ᾽ ἡ θάλασσα, κουdεύει νὰ τοὺ πνίξῃ Θρᾴκ. (Αἶν.) 2) Ἄνεμος βορειοδυτικὸς Παξ. Πελοπν. (Ἀργολ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/