ἀσυμμάζευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυμμάζευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσυμμάζευτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀσ’μμάζιφτους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *συμμαζευτὸς<συμμαζεύω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ συναχθείς, ὁ μὴ συναθροισθεὶς σύνηθ.: Ἐλα͜ιὲς ἀσυμμάζευτες. ᾽Ασυμμάζευτα ἐργαλεῖα-ροῦχα κττ. Συνών. ἀμάδευτος, ἀμάζευτος, ἀμάζωτος 1, ἀσυμμάζωχτος1, ἀσύμμαστος 1. 2)Ὁ μὴ τακτοποιηθεὶς σύνηθ.: Δωμάτιο-νοικοκυριὸ-σπίτι ἀσυμμάζευτο. Βιβλία-πράματα ἀσυμμάζευτα. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσυγύριστος 2. 3) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ περιορίσῃ, ὁ μὴ πειθόμενος, ἀτίθασος, ἀπειθὴς σύνηθ. : Ἀσυμμάζευτος ἄνθρωπος. ’Ασυμμάζευτη κωπέλλα. ᾽Ασυμμάζευτο παιδὶ σύνηθ. Συνών. ἀσυμμάζωχτος 3 ἀσύμμαστος 2, ἄταχτος. 4) Ζωηρὸς πολλαχ.: Ἀσυμμάζευτος γλεντζές.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA