γρεγουλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρεγουλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γρεγουλιˬάζω Κ. Ἀνανιάδ., Θαλασσ. Ἐγκυκλοπ. 2,209.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμαρτ οὐσ. γρεγούλι.

Σημασιολογία

Ἀπροσ. ἐπὶ ἀνέμου, πνέει ἄνεμος κλίνων πρὸς τὸν βορειοανατολικόν: Φρ. Γρεγουλιˬάζει (= ὁ ἀνατολικὸς ἄνεμος, ὁ ὁποῖος πνέει, καταλήγει εἰς τὸν βορειοανατολικόν). Συνών. γρεγαλίζω 1, γρεγουλίζω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/