γλαυκὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλαυκὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλαυκὸς ἐπίθ. Δ. Σολωμ., 206 Κ. Παλαμ., ᾽Ασάλ. Ζωή2, 76,163 Τάφ., 71 Περάσμ. καὶ Χαιρετ., 3, 5 Ρ. Φιλλύρ. εἰς ᾿Ανθολ. Η. ᾿Αποστολίδ., 475 Γ. Σταυρόπ., εἰς ᾿Ανθολ. Η. ᾽Αποστολίδ., 454 Τ. Ἄγρ. εἰς Ν. Ἑστ. 16 (1934), 638 -Ν. Ἑστ. 17 (1934), 33 Κρητικ. Ἑστ. 2 (1950), τεῦχ. 19, 3 - Λεξ. Περίδ. Πρω. Δημητρ. Σταματάκ. Ὑπερθ. γλαυκότατος Δ. Σολωμ. 26.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γλαυκός.

Σημασιολογία

1) Κυανοῦς Δ. Σολωμ., 26 Κ. Παλαμ., ᾿Ασάλ. Ζωή2, ἔνθ’ ἀν. Τάφ.2, ἔνθ’ ἀν Ρ. Φιλλύρ., ἔνθ᾽ ἀν Γ. Σταυρόπ., ἔνθ᾽ ἀν. Τ. Ἄγρ., ἔνθ᾽ ἀν.-Ν. Ἑστ., ἔνθ᾽ ἀν. Κρητικ. Ἑστ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Περίδ. Πρω. Δημητρ. Σταματάκ.: Συγκεντρώνεται τὸ νυχτερινὸ γλαυκότατο χρῶμα Ν. Ἑστ. 17 (1934), 33 || Ποίημ. Κ᾽ ὕστερ’ ἀκόμα πιˬὸ γλαυκὸ τὸ πανηγύρι τοῦ ξάστερου οὐρανοῦ ξαναρχισμένο τὸ εἶδες Κ. Παλαμ., ’Ασάλ. Ζωή2, 76. Καὶ πέρα μέσ᾽ ’ς τὰ διˬάφανα, γλαυκά σου βάθη μπάντα πουλλιˬῶν κατάλευκων μ᾽ ἕναν τακτὸ ρυθμό, τάγμα μικρό, σὲ φάλαγγα ποὺ βάδιζεν, ἐστάθη Ρ. Φιλλυρ ἔνθ’ ἀν. Κιˬ ἀπ’ τὴ γλαυκὴ κατάχνιˬα π’ ἀνατρέμει κυματιστὴ ’ς τὰ χρυσωμένα στάχυˬα, π’ ἀργοσαλεύει ὡς θάλασσα τ’ ἀνέμι, τῆς αὐγινῆς σιˬωπῆς τὸ πέπλο ἐσκίστη Γ. Σταυρόπ. ἔνθ’ ἀν. Κάτω, γλαυκὸς καὶ σταχτερὸς ὁ πόντος κιˬ ἀψηλά του ὁ ἀρχαῖος ναὸς πεσμένος χάμω Τ. Ἄγρ., ἔνθ’ ἀν. Συνών. βένετος, γαλάζιος, γαλανός, γεράνιος Β1,θαλασσίς, κυανός, μπλάβος, οὐρανίς. β) Ὁ κλίνων πρὸς τὸ λευκάζον, τὸ λευκὸν ἢ τὸ πράσινον, ὁ κυανόφαιος, κυανοπράσινος Λεξ. Δημητρ. 2) Μεταφ., ὁ διὰ τοῦ ἠρέμου αὐτοῦ φωτός, τοῦ χρώματος ἢ ἄλλως γεννῶν εἰς τὴν ψυχὴν συναίσθημα γαλήνης Δ. Σολωμ., 206 - Λεξ. Δημητρ. Ποίημ. ’Σ τὸν ἀστρώδην αἰθέρα | βασιλεύει γλαυκὴ σιγαλιˬὰ Δ. Σολωμ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/