γρέκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρέκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γρέκι, τό, πολλαχ γρέ᾽ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γριˬέ᾽ Θεσσ. (Κρυόβρ. Συκαμν. κ.ἀ.) γρέτσι Πελοπν. (Ἀρν. Ζελίν. Κάμπος Λακων. Μεσσην. Ξεχώρ. Τρίκκ.) γρέτσ᾽ Στερελλ. (Ἀγρίν. Δεσφ.) γκρέκι Πελοπν. (Αἴγ.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ. γκρέ᾽ Ἤπ. (Ζαγόρ. Κόνιτσ.) Θεσσαλ. (Μελιβ.) Μακεδ. (Βόιον Δαμασκ. Κοζ. Φυτ.) ἀγρέ᾽ Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Κατάκαλ. Τριφύλλ. κ.ἀ.) ἐγρέ᾽ Θρᾴκ. (Τσακίλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Σλαβ. igrék = μέρος ὅπου ὁδηγεῖται τὸ ποίμνιον πρὸς ποτισμόν.
Σημασιολογία
1) Τόπος ἀναπεπταμένος ἢ περίφρακτος, σκιερὸς ἢ ἐστεγασμένος ὅπου καταυλίζονται τὰ ποίμνια πρὸς ἀνάπαυσιν κατὰ τὴν ἡμέραν ἢ πρός διανυκτέρευσιν πολλαχ.: Ἦταν ὁ ἥσκιˬος δυˬὸ ἀγνάριˬα πὀγυρίσαμε τὰ πράματα ᾽ς τὸ γρέκι (ἦτο ἡ σκιὰ τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου δύο ποδάρια, ἦτο περίπου μεσημβρία• πράματα = τὸ ποίμνιον τῶν ζῴων) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ.) Δὲν εἶι καλὸ αὐτὸ τοὺ γρέ᾽, πρέπ᾽ νὰ τ᾽ ἀλλάξουμι νά ᾽ι λίγου προυσήλιˬου Ἤπ. (Κουκούλ.) Μάσ᾽ τὰ πρό᾽τα ᾽ς τοὺ γρέ᾽, γιˬατ᾽ νύχτουσι Ἤπ. (Πράμαντ.) Ταχιˬὰ θὰ φύβγου, θὰ πάου᾽ς τοὺ γρέ᾽ Θεσσ. (Βαθύρρ.) Θὰ πάου κὶ θὰ τὰ βρῶ τὰ γίδιˬα ᾽ς τοὺ γρέ᾽ Στερελλ. (Γαλαξ.) Τὰ π᾽γαίναμι τὰ πράτα σ᾽ ἄλλου γρέ᾽ Στερελλ. (Σπάρτ.) Ποῦ τά ᾽εις τὰ γρέκιˬα γιˬὰ τὰ γίδια; Στερελλ. (Αἰτωλ.) Κοιμάμαστι μαζὶ μὶ τὰ πρόβατα᾽ς τοὺ γρέ᾽ αὑτόθ. Τὸ βράδυ πάησε ὁ στοιχε͜ιωμένος ᾽ς τὸ γρέκι ποὺ κοιμῶνταν αὐτὸς μὲ τὰ πρόβατα Ν. Πολίτ., Παραδ. 1, 281 || ᾎσμ. Σὰν τὰ μερμήγκιˬα περπατοῦν, σὰν τὰ μελία βάζουν, σάν ᾽ς τὸ μελισσοβότανο ᾽ς τὰ γρέκιˬα τους γρεκιˬάζουν (ἐνν. τὰ πρόβατα• βάζουν = βουΐζουν) Ἤπ. Ποτές μου δὲν ἐπλάγιˬασα τὰ πρόβατα νὰ χάσω καὶ τώρα πῶς μοῦ γίνηκε κ᾽ ἔπεσα νὰ πλαγιˬάσω, καὶ τὸ πρωΐ σηκώνομαι δυˬὸ ὧρες νὰ ξημερώσῃ, βρίσκω τὸ γρέκι ἀδε͜ιανό, τὰ πρόβατα φευγᾶτα Πελοπν. (Ἀργολ.) Συνών. λόντζα, στάλος. β) Κοίτη τοῦ λαγοῦ ἢ ἄλλου ἀγρίου ζῴου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Βλάστ.) Συνών. κοίτη, μονή. 2) Πρόχειρος ποιμενικὴ καλύβη, κατοικία πολλαχ.: Ἀφοῦ πέρασες ἀπὸ τὸ γρέτσι μου, κάτσε νὰ φάῃς τυρὶ τσαὶ συμμύζηθρο Πελοπν. (Ξεχώρ.) Μὴ ζυγώνουτε κοντά ᾽ς τὸ γρέκι, γιˬατ᾽ εἶναι σκυλλιˬὰ καὶ θὰ σᾶς φᾶνε Πελοπν. (Γορτυν.) Πάου ᾽ς τοὺ γρέ᾽ μ᾽ Στερελλ. (Ὑπάτ.) Ἄι, σῦρε ᾽ς τοὺ γρέ᾽ ᾽σ, τί κάθισι; Στερελλ. (Τοπόλ.) Ποῦ ἔ᾽ς γρέ᾽; Στερελλ. (Γραν.) Θὰ πά᾽ τώρα νὰ πιˬάσω τὸ γρέκι μου νὰ τὸ κόψω δίπλα (θὰ πάω τώρα εἰς τὸ σπίτι μου νὰ κοιμηθῶ) Πελοπν. (Σουδεν.) || Φρ. Τό ᾽καμι γρέ᾽ (ἐπὶ τῶν συχναζόντων πάντοτε εἰς τὸ αὐτὸ μέρος) Εὔβ. (Στρόπον.) Τὸ ᾽στρουσι γρέ᾽ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Βλάστ.) Τό ᾽ρριξα γρέκι (παραμένω κάπου ἀναπαυόμενος ἀδιαφορῶν διὰ πᾶσαν ἄλλην ἐργασίαν ἢ ὑπόθεσιν) Πελοπν. (Κυνουρ.) Ποῦ θὰ κάμουμι γρέ; (ποῦ θὰ σταματήσωμεν διὰ νὰ κοιμηθῶμεν;) Στερελλ. (Γραν.) Μ᾽ ηὗρι ᾽ς τὸ γρέ᾽ (μὲ εὗρε κοιμώμενον) αὐτόθ. Τὸ ᾽καμε γυˬαλὶ τὸ γρέκι (ἐπὶ τῶν καταδαπανώντων τὰ ἑαυτῶν, ἐπὶ ἀσώτων) Πελοπν. (Αἴγ. Βούρβουρ. Γορτυν. Λακων. Πύλ. Τριφυλ. κ.ἀ.) Τό ᾽καμι γυˬαλὶ τοὺ γρέ᾽ (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Γυˬαλὶ τὸ γρέκι (ἐπί αἰθρίας) Πελοπν. (Λιγουρ.) Γυˬαλὶ τοὺ γρέ᾽ (ἐπὶ πλήρους ἐκκαθαρίσεως ὑποθέσεώς τινος ἢ ἐπὶ κλοπῆς) Ἤπ. (Ἰωάνν. Κόνιτσ.) Τοῦ τὸ γυˬάλ᾽σαν τοὺ γρέ᾽ (τοῦ ἀφήρεσαν, τοῦ ἔκλεψαν τὰ πάντα) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Γυˬαλὶ τὸ γρέκι (ἐπὶ πλήρους ἀναπαύσεως) Πελοπν. (Κυνουρ.) Θὰ σ᾽ γυˬαλίσ᾽ τοὺ γρέ᾽ (θὰ σὲ ἀποπέμψῃ) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μοῦ χάλασ᾽ τοὺ γρέ᾽ (μὲ ὡδήγησεν εἰς ἀμηχανίαν) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τό ᾽χασι τοὺ γρέ᾽ τ᾽ (ἐτρελλάθη) Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Δὲν ξέρου ποῦ ἔχου τοὺ γρέ᾽ (ἀπὸ τὰς πολλὰς φροντίδας ἢ περιπετείας ἔχω συσκότισιν φρενῶν, δὲν γνωρίζω ποῦ εὑρίσκομαι) Στερελλ. (Αἰτωλ) || ᾌσμ. Μπῆκαν τὰ γίδιˬα ᾽ς τὸ μαντρί, τὰ πρόβατα ᾽ς τὴ στρούγκα κ᾽ ἡ Χρύσω δὲν ἐφάνηκε ᾽ς τὸ γρέκι νὰ γυρίσῃ Πελοπν. Τσόπανος ἀπὸ τὸ γρέκι, | ξαφνικὸ νὰ dόνε βρέκῃ Πελοπν. (Κίτ.) Συνών. γιˬατάκι 1, κατοικιˬό, κονάκι, λόντζα, μαντρί, μονή, ξωμονή, στάνη, στρούγκα Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γρέ᾽ Θράκ. (Κεσάν.) Μακεδ. (Μοσχοπότ.) Μεγάλο Γρέ᾽ Θρᾴκ (Μέτρ.) ᾽Σ τ᾽ Βλά᾽ τοὺ Γρέ᾽ Μακεδ. (Καστορ.) ᾽Σ τοῦ Γού᾽ τού Γρέ᾽ Μακεδ. (Κοζ.) ᾽Σ τοῦ Χαραλάμ᾽ τοὺ Γρέ᾽ Στερελλ. (Κολάκ.) Γκρέ᾽ Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Γρέκιˬα Θρᾴκ. (Μέτρ.) Στερελλ. (Ἀμφιλοχ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA