ἀσύμμαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσύμμαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσύμμαστος ἐπίθ. Ἤπ. κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ. ἀσύμμαστους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *συμμαστὸς<συμμάσω.

Σημασιολογία

1) ᾿Ασυμμάζευτος 1, ὃ ἰδ., Λεξ. Δημητρ.: ᾽Ασύμμαστα ζωντανά. ᾿Ασύμμαστο σ’τάρι. 2) ᾿Ασυμμάζευτος 3, ὃ ἰδ., Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ.: Ἄντρες ἀσύμμαστοι Λεξ. Δημητρ. ᾿Ασύμμαστα παιδιˬὰ αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/