γλαύκωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλαύκωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλαύκωμα τό, λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. γλαύκωμα.

Σημασιολογία

Ὀφθαλμικὴ πάθησις, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ κρυσταλλώδης φακὸς ἐπισκοτίζεται, ἐπερχομένης οὕτω τῆς τυφλώσεως.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/